- τριήρους
- τριήρηςa triremefem gen sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρανίτης — θρανίτης, ό, θηλ. θρανῑτις (Α) [θράνος] 1. κωπηλάτης τριήρους στην ανώτατη από τις τρεις σειρές κωπηλατών 2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στην ανώτατη σειρά τών θρανίων 3. φρ. «θρανῑτις κώπη» το κουπί τού κωπηλάτη τής ανώτατης σειράς τής… … Dictionary of Greek
συντριήραρχος — ὁ, A ο συμμέτοχος στη δαπάνη εξοπλισμού τριήρους και παράλληλα συγκυβερνήτης της. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τριήραρχος «κυβερνήτης τριήρους»] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πειραιά — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα κτίριο του 1966 (Χαριλάου Τρικούπη 31). Ανακαινίστηκε και εμπλουτίστηκε με τη συλλογή κεραμικής και μικροαντικειμένων το 1998, την ίδια χρονιά που τελείωσε και η αναστήλωση του μεγαλύτερου ταφικού μνημείου στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… … Dictionary of Greek
επινομίς — ἐπινομίς, ἡ (Α) [νόμος] 1. προσθήκη στον νόμο, παράρτημα, τίτλος έργου που αποδίδεται στον Πλάτωνα 2. δώρο τού νέου έτους («τὴν ὑπὸ Ρωμαίων καλουμένην στρήναν... ἐπινομίδα καλῶν», Αθήν.) 3. μέρος τριήρους … Dictionary of Greek
επιτριήραρχος — ἐπιτριήραρχος, ὁ (Α) επιγρ. τριήραρχος που παραμένει στη διοίκηση τής τριήρους και μετά τη λήξη τής θητείας του … Dictionary of Greek
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek
θαλάμαξ — θαλάμαξ, ό (Α) θαλαμίτης, κωπηλάτης τής χαμηλότερης σειράς τών εδωλίων τής τριήρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. αξ* (πρβλ. στόμφ αξ, χαύν αξ)] … Dictionary of Greek
θαλαμίτης — θαλαμίτης, ό (Α) κωπηλάτης τής κατώτατης σειράς εδωλίων τής αρχαίας τριήρους ο οποίος είχε τα πιο κοντά κουπιά και τη μικρότερη αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. ιτης (πρβλ. λοχ ίτης, οπλ ίτης)] … Dictionary of Greek